-
1 недосуг
-а α.έλλειψη ελευθέρου χρόνου•мне недосуг δεν έχω (ελεύθερο) χρόνο•
за -ом από έλλειψη χρόνου•
сослаться на недосуг δικαιολογούμαι ότι δεν έχω καιρό•
я не пришл из-за -а δεν ήρθα, γιατί δεν ευκαιρούσα•
ασχοληθώ μαυτό.
1 недосуг
мне недосуг δεν έχω (ελεύθερο) χρόνο•
за -ом από έλλειψη χρόνου•
сослаться на недосуг δικαιολογούμαι ότι δεν έχω καιρό•
я не пришл из-за -а δεν ήρθα, γιατί δεν ευκαιρούσα•